- Κολωνέται
- Κολωνέται, οι (Α)βλ. Κολωνίται.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κολωνίται — Κολωνῑται και Κολωνέται, οἱ (Α) [Κολωνός] οι εργάτες που συγκεντρώνονταν στον Κολωνό αγοραίο, λόφο τής αθηναϊκής αγοράς … Dictionary of Greek